μυχαιτατος

μυχαιτατος
    μυχαίτατος
    μῠχαίτατος
    Arst. superl. к μύχιος См. μυχιος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μυχαιτατος" в других словарях:

  • μυχαίτατος — μυχαίτατος, τάτη, ον (ΑΜ, Α και μυχοίτατος και μύχατος και μυχώτατος Μ και μυχέστατος, η, ον) ο ενδότατος, ο εσώτατος, ο βαθύτατος, ο κρυμμένος πολύ βαθιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυχαίτατος < μυχός, κατά τα υπερθετικά σε αίτατος (πρβλ. μεσ αίτατος). Ο… …   Dictionary of Greek

  • μυχαίτατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαιτάτων — μυχαίτατος fem gen pl μυχαίτατος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαίτατον — μυχαίτατος masc acc sg μυχαίτατος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαιτάτοις — μυχαίτατος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαιτάτου — μυχαίτατος masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαιτάτους — μυχαίτατος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαιτάτῳ — μυχαίτατος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχαίτατα — μυχαίτατος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μυχέστατος — μυχέστατος, τάτη, ον (Μ) (ανώμ. υπερθ. τού μύχιος) βλ. μυχαίτατος …   Dictionary of Greek

  • μυχοίτατος — μυχοίτατος, άτη, ον (Α) (ανώμ. υπερθ. τού μύχιος) μυχαίτατος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μυχός* και προέρχεται πιθ. από αμάρτυρο τ. τοπικής *μυχοῖ] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»